- λαλοῦσαι
- λαλέωtalkpres part act fem nom/voc pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περίεργος — η, ο / περίεργος, ον, ΝΜΑ 1. (για πρόσ.) αυτός που ενδιαφέρεται για το καθετί και θέλει να τό γνωρίσει, αυτός που ερευνά και επιδιώκει να μάθει τα πάντα, ερευνητικός (α. «από μικρός ήταν περίεργος και έμαθε πολλά» β. «περίεργα παιδία», Γαλ. γ.… … Dictionary of Greek
λαλοῦσ' — λαλοῦσα , λαλέω talk pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric) λαλοῦσι , λαλέω talk pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric) λαλοῦσι , λαλέω talk pres ind act 3rd pl (attic epic doric) λαλοῦσαι , λαλέω talk pres part act fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)